- κυδοιμώ
- κυδοιμῶ, -έω (Α) [κυδοιμός]1. προκαλώ σύγχυση, δημιουργώ ταραχή2. ταράζω κάποιον, θορυβώ κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κυδοιμῶ — Κυδοιμός din of battle masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδοιμῶ — κυδοιμέω make an uproar pres subj act 1st sg (attic epic doric) κυδοιμέω make an uproar pres ind act 1st sg (attic epic doric) κυδοιμός din of battle masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυδοιμῷ — Κυδοιμός din of battle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδοιμῷ — κυδοιμός din of battle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοφόεις — λοφόεις, εσσα, εν (Α) [λόφος] 1. (για πτηνό) αυτός που έχει λοφίο 2. (για τόπο) αυτός που έχει λόφο («πολυσφαράγῳ δὲ κυδοιμῷ Ταυρείου λοφόεντος ἀρασσομένου κενεῶνος», Νόνν.) … Dictionary of Greek